ξεσυνέριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεσυνέριο | τα | ξεσυνέρια |
γενική | του | ξεσυνέριου | των | ξεσυνέριων |
αιτιατική | το | ξεσυνέριο | τα | ξεσυνέρια |
κλητική | ξεσυνέριο | ξεσυνέρια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεσυνέριο < ξεσυνερίζομαι + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεσυνέριο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ξεσυνέρισμα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεσυνέριο
|