Ετυμολογία

επεξεργασία

ξεσυνερίζομαι

  1. διαγωνίζομαι ή ανταγωνίζομαι με κάποιον
      Μα ξεσυνερίζεσαι τον ίδιο σου το γιο;
  2. παίρνω υπόψη μου και λογαριάζω αυτά που λέει κάποιος σε βάρος μου, θυμώνω μαζί του
      Αφού είναι βλάκας, γιατί τον ξεσυνερίζεσαι;

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία