ξεσυνέρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεσυνέρισμα < ξεσυνερίζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεσυνέρισμα ουδέτερο
- το να θυμώνεις με κάποιον επειδή υπολογίζεις αυτά που λέει ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε (επειδή π.χ. είναι μικρός, βλάκας, ανόητος, ασήμαντος)
- το να ανταγωνίζεσαι κάποιος που δεν είναι αντάξιός σου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεσυνέρισμα
|