Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσυνέρισμα τα ξεσυνερίσματα
      γενική του ξεσυνερίσματος των ξεσυνερισμάτων
    αιτιατική το ξεσυνέρισμα τα ξεσυνερίσματα
     κλητική ξεσυνέρισμα ξεσυνερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσυνέρισμα < ξεσυνερίζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεσυνέρισμα ουδέτερο

  1. το να θυμώνεις με κάποιον επειδή υπολογίζεις αυτά που λέει ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε (επειδή π.χ. είναι μικρός, βλάκας, ανόητος, ασήμαντος)
  2. το να ανταγωνίζεσαι κάποιος που δεν είναι αντάξιός σου

  Μεταφράσεις επεξεργασία