Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκούριασμα τα ξεσκουριάσματα
      γενική του ξεσκουριάσματος των ξεσκουριασμάτων
    αιτιατική το ξεσκούριασμα τα ξεσκουριάσματα
     κλητική ξεσκούριασμα ξεσκουριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσκούριασμα < ξεσκουριάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεσκούριασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση της σκουριάς
  2. (μεταφορικά) η ανανέωση, η ενημέρωση (π.χ. γνώσεων, ικανοτήτων)
    τα σουηδικά μου χρειάζονται λίγο ξεσκούριασμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία