ξεσκούριασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσκούριασμα < ξεσκουριάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεσκούριασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της σκουριάς
- (μεταφορικά) η ανανέωση, η ενημέρωση (π.χ. γνώσεων, ικανοτήτων)
- τα σουηδικά μου χρειάζονται λίγο ξεσκούριασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσκούριασμα
|