Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσκουριάζω < ξε- + σκουριάζω

ξεσκουριάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τις σκουριές από αντικείμενο
  2. (μεταβατικό) ανανεώνω, ενημερώνω κάτι (π.χ. γνώσεις, ικανότητες)
  3. (αμετάβατο) προσπαθώ να ξαναβρώ την κινητικότητά μου, την ενεργητικότητά μου μετά από περίοδο σωματικής ή πνευματικής ακινησίας


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία