ξεσκουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκουριάζω
- (μεταβατικό) αφαιρώ τις σκουριές από αντικείμενο
- (μεταβατικό) ανανεώνω, ενημερώνω κάτι (π.χ. γνώσεις, ικανότητες)
- (αμετάβατο) προσπαθώ να ξαναβρώ την κινητικότητά μου, την ενεργητικότητά μου μετά από περίοδο σωματικής ή πνευματικής ακινησίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκουριάζω | ξεσκούριαζα | θα ξεσκουριάζω | να ξεσκουριάζω | ξεσκουριάζοντας | |
β' ενικ. | ξεσκουριάζεις | ξεσκούριαζες | θα ξεσκουριάζεις | να ξεσκουριάζεις | ξεσκούριαζε | |
γ' ενικ. | ξεσκουριάζει | ξεσκούριαζε | θα ξεσκουριάζει | να ξεσκουριάζει | ||
α' πληθ. | ξεσκουριάζουμε | ξεσκουριάζαμε | θα ξεσκουριάζουμε | να ξεσκουριάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκουριάζετε | ξεσκουριάζατε | θα ξεσκουριάζετε | να ξεσκουριάζετε | ξεσκουριάζετε | |
γ' πληθ. | ξεσκουριάζουν(ε) | ξεσκούριαζαν ξεσκουριάζαν(ε) |
θα ξεσκουριάζουν(ε) | να ξεσκουριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκούριασα | θα ξεσκουριάσω | να ξεσκουριάσω | ξεσκουριάσει | ||
β' ενικ. | ξεσκούριασες | θα ξεσκουριάσεις | να ξεσκουριάσεις | ξεσκούριασε | ||
γ' ενικ. | ξεσκούριασε | θα ξεσκουριάσει | να ξεσκουριάσει | |||
α' πληθ. | ξεσκουριάσαμε | θα ξεσκουριάσουμε | να ξεσκουριάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκουριάσατε | θα ξεσκουριάσετε | να ξεσκουριάσετε | ξεσκουριάστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκούριασαν ξεσκουριάσαν(ε) |
θα ξεσκουριάσουν(ε) | να ξεσκουριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκουριάσει | είχα ξεσκουριάσει | θα έχω ξεσκουριάσει | να έχω ξεσκουριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκουριάσει | είχες ξεσκουριάσει | θα έχεις ξεσκουριάσει | να έχεις ξεσκουριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκουριάσει | είχε ξεσκουριάσει | θα έχει ξεσκουριάσει | να έχει ξεσκουριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκουριάσει | είχαμε ξεσκουριάσει | θα έχουμε ξεσκουριάσει | να έχουμε ξεσκουριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκουριάσει | είχατε ξεσκουριάσει | θα έχετε ξεσκουριάσει | να έχετε ξεσκουριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκουριάσει | είχαν ξεσκουριάσει | θα έχουν ξεσκουριάσει | να έχουν ξεσκουριάσει |
|