Ετυμολογία

επεξεργασία
décaper < deschaper < dé- + cape

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ka.pe/

décaper (fr)

  1. ξύνω μια μεταλλική επιφάνεια για να βγάλω τη σκουριά, τη μπογιά, το βερνίκι... που την καλύπτουν
  2. (μεταφορικά) ξεσκουριάζω κάτι
  3. (κατ’ επέκταση) λέγεται για οποιαδήποτε επιφάνεια θέλουμε να καθαρίσουμε

Συγγενικά

επεξεργασία