décapage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- décapage < décaper
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décapage | décapages |
décapage (fr) αρσενικό
- το ξύσιμο μιας μεταλλικής επιφάνειας για να βγει η σκουριά, η μπογιά, το βερνίκι... που την καλύπτουν
- (μεταφορικά) το ξεσκούριασμα μιας επιφάνειας
- (κατ’ επέκταση) ο καθαρισμός μιας επιφάνειας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη décaper