Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεροβόρι τα ξεροβόρια
      γενική του ξεροβοριού των ξεροβοριών
    αιτιατική το ξεροβόρι τα ξεροβόρια
     κλητική ξεροβόρι ξεροβόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροβόρι < ξερο- + βορ(ιάς) + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.ɾoˈvo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐ρο‐βό‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεροβόρι ουδέτερο

  1. (άνεμος) ο έντονος βοριάς χωρίς βροχή, ο παγερός και ισχυρός
    ※  ...ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο...το γκρεμίζει μές στη θάλασσα. Πάει, χάθηκε. Τι να κάνεις; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μανάδες, που τα ’χουν("Το συναξάρι του παπα-Παρθένη, Παύλος Νιρβάνας <Πέτρος Κ. Αποστολίδης>, 1915)
  2. (μεταφορικά) οι δυσκολίες, οι κακουχίες, οι ψυχκές ταλαιπωρίες, η ψυχική παγωνιά, η σκληρότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία