ξεροβόρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεροβόρι | τα | ξεροβόρια |
γενική | του | ξεροβοριού | των | ξεροβοριών |
αιτιατική | το | ξεροβόρι | τα | ξεροβόρια |
κλητική | ξεροβόρι | ξεροβόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.ɾoˈvo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ρο‐βό‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεροβόρι ουδέτερο
- (άνεμος) ο έντονος βοριάς χωρίς βροχή, ο παγερός και ισχυρός
- ※ ...ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο...το γκρεμίζει μές στη θάλασσα. Πάει, χάθηκε. Τι να κάνεις; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μανάδες, που τα ’χουν("Το συναξάρι του παπα-Παρθένη, Παύλος Νιρβάνας <Πέτρος Κ. Αποστολίδης>, 1915)
- (μεταφορικά) οι δυσκολίες, οι κακουχίες, οι ψυχκές ταλαιπωρίες, η ψυχική παγωνιά, η σκληρότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεροβόρι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεροβόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας