Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεπροβοδισμός οι ξεπροβοδισμοί
      γενική του ξεπροβοδισμού των ξεπροβοδισμών
    αιτιατική τον ξεπροβοδισμό τους ξεπροβοδισμούς
     κλητική ξεπροβοδισμέ ξεπροβοδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπροβοδισμός < ξεπροβοδίζω + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεπροβοδισμός {{}}

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ξεπροβοδισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)