Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξενοτροπισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξενοτροπισμ
ός
οι
ξενοτροπισμ
οί
γενική
του
ξενοτροπισμ
ού
των
ξενοτροπισμ
ών
αιτιατική
τον
ξενοτροπισμ
ό
τους
ξενοτροπισμ
ούς
κλητική
ξενοτροπισμ
έ
ξενοτροπισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξενοτροπισμός
<
ξένος
+
τροπισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξενοτροπισμός
αρσενικό
φαινόμενο
σύμφωνα με το οποίο ένα
παράσιτο
παρουσιάζει
έλξη
ή
απώθηση
προς έναν
ξενιστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξενοτροπισμός
γαλλικά
:
xénotropisme
(fr)