↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάρφωμα τα ξεκαρφώματα
      γενική του ξεκαρφώματος των ξεκαρφωμάτων
    αιτιατική το ξεκάρφωμα τα ξεκαρφώματα
     κλητική ξεκάρφωμα ξεκαρφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκάρφωμα < ξεκαρφώ(νω) + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεκάρφωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκαρφώνω, η έξοδος ή εξαγωγή αιχμηρού αντικειμένου από εκεί που ήταν καρφωμένο
     αντώνυμα: κάρφωμα
  2. (μεταφορικά) αντιπερισπασμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία