ξεκαρφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεκαρφώνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκαρφώνω | ξεκάρφωνα | θα ξεκαρφώνω | να ξεκαρφώνω | ξεκαρφώνοντας | |
β' ενικ. | ξεκαρφώνεις | ξεκάρφωνες | θα ξεκαρφώνεις | να ξεκαρφώνεις | ξεκάρφωνε | |
γ' ενικ. | ξεκαρφώνει | ξεκάρφωνε | θα ξεκαρφώνει | να ξεκαρφώνει | ||
α' πληθ. | ξεκαρφώνουμε | ξεκαρφώναμε | θα ξεκαρφώνουμε | να ξεκαρφώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεκαρφώνετε | ξεκαρφώνατε | θα ξεκαρφώνετε | να ξεκαρφώνετε | ξεκαρφώνετε | |
γ' πληθ. | ξεκαρφώνουν(ε) | ξεκάρφωναν ξεκαρφώναν(ε) |
θα ξεκαρφώνουν(ε) | να ξεκαρφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκάρφωσα | θα ξεκαρφώσω | να ξεκαρφώσω | ξεκαρφώσει | ||
β' ενικ. | ξεκάρφωσες | θα ξεκαρφώσεις | να ξεκαρφώσεις | ξεκάρφωσε | ||
γ' ενικ. | ξεκάρφωσε | θα ξεκαρφώσει | να ξεκαρφώσει | |||
α' πληθ. | ξεκαρφώσαμε | θα ξεκαρφώσουμε | να ξεκαρφώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκαρφώσατε | θα ξεκαρφώσετε | να ξεκαρφώσετε | ξεκαρφώστε | ||
γ' πληθ. | ξεκάρφωσαν ξεκαρφώσαν(ε) |
θα ξεκαρφώσουν(ε) | να ξεκαρφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκαρφώσει | είχα ξεκαρφώσει | θα έχω ξεκαρφώσει | να έχω ξεκαρφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκαρφώσει | είχες ξεκαρφώσει | θα έχεις ξεκαρφώσει | να έχεις ξεκαρφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκαρφώσει | είχε ξεκαρφώσει | θα έχει ξεκαρφώσει | να έχει ξεκαρφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκαρφώσει | είχαμε ξεκαρφώσει | θα έχουμε ξεκαρφώσει | να έχουμε ξεκαρφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκαρφώσει | είχατε ξεκαρφώσει | θα έχετε ξεκαρφώσει | να έχετε ξεκαρφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκαρφώσει | είχαν ξεκαρφώσει | θα έχουν ξεκαρφώσει | να έχουν ξεκαρφώσει |
|