ξεγυριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεγυριστός < ξεγυρίζω
Επίθετο επεξεργασία
ξεγυριστός
- (φωτογραφία) η αποκοπή σύρριζα ενός προσώπου ή αντικειμένου από μια φωτογραφία και η επικόλλησή του σε άλλη
- (λαϊκότροπο) αυτός που γυρίζει γύρω γύρω και παίρνει φόρα όπως στη ρίψη σφαίρας
- Έφαγε μια ξεγυριστή στο σαγόνι και το βούλωσε
- ..........
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεγυριστός
|