ξέφτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξέφτισμα < ξεφτίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξέφτισμα ουδέτερο
- η διαδικασία του να διαλύεις τις ίνες ενός υφάσματος
- το αποτέλεσμα του ρήματος ξεφτίζω σε ένα ύφασμα
- (κατ’ επέκταση) η φθορά ιδεών, αξιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέφτισμα