Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ.fi.lɔ.ʃaːʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
effilochage effilochages

effilochage (fr) αρσενικό