Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέπλεγος η ξέπλεγη το ξέπλεγο
      γενική του ξέπλεγου της ξέπλεγης του ξέπλεγου
    αιτιατική τον ξέπλεγο την ξέπλεγη το ξέπλεγο
     κλητική ξέπλεγε ξέπλεγη ξέπλεγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέπλεγοι οι ξέπλεγες τα ξέπλεγα
      γενική των ξέπλεγων των ξέπλεγων των ξέπλεγων
    αιτιατική τους ξέπλεγους τις ξέπλεγες τα ξέπλεγα
     κλητική ξέπλεγοι ξέπλεγες ξέπλεγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέπλεγος < ξεπλέκω

  Επίθετο επεξεργασία

ξέπλεγος, -η, -ο ( & ξέπλεχτος & ξέπλεκος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία