Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέβρασμα τα ξεβράσματα
      γενική του ξεβράσματος των ξεβρασμάτων
    αιτιατική το ξέβρασμα τα ξεβράσματα
     κλητική ξέβρασμα ξεβράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέβρασμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξέβρασμα ουδέτερο

  1. το έκβρασμα, η μεταφορά στην ακτή από το κύμα της θάλασσας
  2. ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που εκβράστηκε· το έκβρασμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία