νυκτάλωψ
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
νυκτᾰλωπ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | νυκτάλωψ | οἱ/αἱ | νυκτάλωπες | |
γενική | τοῦ/τῆς | νυκτάλωπος | τῶν | νυκταλώπων | |
δοτική | τῷ/τῇ | νυκτάλωπῐ | τοῖς/ταῖς | νυκτάλωψῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | νυκτάλωπᾰ | τοὺς/τὰς | νυκτάλωπᾰς | |
κλητική ὦ! | νυκτάλωψ | νυκτάλωπες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυκτάλωπε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | νυκταλώποιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νυκτάλωψ < νύξ + αν/αλ (α στερητικό)+ ὢψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυκτάλωψ αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχική σημασία) που δεν μπορεί να δει τη νύχτα
- (καθώς η ρίζα της λέξης σκοτίστηκε, επικράτησε η αντίθετη σημασία) που έβλεπε καλά στη διάρκεια της νύχτας ή που έβλεπε μόνον τη νύχτα
Συγγενικά
επεξεργασία- νυκταλωπία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- νυκτάλωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.