ντουσουρμές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ντουσουρμές < τουρκική düşürmek < οθωμανική τουρκική دوشورمك < دوشمك (düşmek) < πρωτοτουρκική *tüĺ-
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντουσουρμές αρσενικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) το παιδομάζωμα
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) μικρός στρατός που αποτελείται από ετερόκλητα στοιχεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντουσουρμές
|