Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντισλίδικο τα ντισλίδικα
      γενική του ντισλίδικου των ντισλίδικων
    αιτιατική το ντισλίδικο τα ντισλίδικα
     κλητική ντισλίδικο ντισλίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντισλίδικο < τουρκική dişli

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντισλίδικο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία