Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντεμπούτο τα ντεμπούτα
      γενική του ντεμπούτου των ντεμπούτων
    αιτιατική το ντεμπούτο τα ντεμπούτα
     κλητική ντεμπούτο ντεμπούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεμπούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική debutto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεμπούτο ουδέτερο

  • η αρχή μιας καριέρας· η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως για ηθοποιούς
    την ερχόμενη Παρασκευή κάνει το ντεμπούτο του στο πόστο του τεχνικού της ομάδας
    εκδόθηκε άλμπουμ με τα καλύτερα ντεμπούτα της ροκ μουσικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία