↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντεκουπαριστός η ντεκουπαριστή το ντεκουπαριστό
      γενική του ντεκουπαριστού της ντεκουπαριστής του ντεκουπαριστού
    αιτιατική τον ντεκουπαριστό την ντεκουπαριστή το ντεκουπαριστό
     κλητική ντεκουπαριστέ ντεκουπαριστή ντεκουπαριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντεκουπαριστοί οι ντεκουπαριστές τα ντεκουπαριστά
      γενική των ντεκουπαριστών των ντεκουπαριστών των ντεκουπαριστών
    αιτιατική τους ντεκουπαριστούς τις ντεκουπαριστές τα ντεκουπαριστά
     κλητική ντεκουπαριστοί ντεκουπαριστές ντεκουπαριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντεκουπαριστός < ντεκουπάρω + -ιστός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ku.pa.ɾiˈstos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ντεκουπαριστός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία