ντεκουπαριστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεκουπαριστά < ντεκουπαριστός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ντεκουπαριστά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεκουπαριστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ντεκουπαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ντεκουπαριστός