ντίζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντίζα | οι | ντίζες |
γενική | της | ντίζας | των | ντιζών |
αιτιατική | την | ντίζα | τις | ντίζες |
κλητική | ντίζα | ντίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική duse
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντίζα θηλυκό
- συρματόσχοινο για μεταφορά κίνησης
- ⮡ Κόπηκε η ντίζα του φρένου.
- μεταλλική στρογγυλή βέργα με βόλτες
- ⮡ Αντί για βίδες μπορείτε να χρησιμοποιήσετε κομμάτια ντίζας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία συρματόσχοινο
|
βέργα
|