νοτιοατλαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοτιοατλαντικός < νότιος + Ατλαντικός (ωκεανός)
Επίθετο επεξεργασία
νοτιοατλαντικός
- ο σχετικός με τον Νότιο Ατλαντικό (έκταση, χώρες, σύμφωνα, ακτές, λιμένες, κ.λπ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοτιοατλαντικός
|