καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νοσοκόμησις αἱ νοσοκομήσεις
      γενική τῆς νοσοκομήσεως τῶν νοσοκομήσεων
      δοτική τῇ νοσοκομήσει ταῖς νοσοκομήσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν νοσοκόμησιν τὰς νοσοκομήσεις
     κλητική ! νοσοκόμησι νοσοκομήσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσοκόμησις < μεσαιωνική ελληνική νοσοκόμησις. Μορφολογικά αναλύεται σε νοσοκομέω + -σις
ΔΦΑ : /no.soˈko.mi.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοσοκόμησις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νοσοκόμησις θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσοκόμησις < νοσοκομέω + -σις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νοσοκόμησις θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία