νοραδρενεργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοραδρενεργικός < αγγλική noradrenergic < noradrenaline + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε νοραδρεναλίν(η) + -εργικός
Επίθετο επεξεργασία
νοραδρενεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της νοραδρεναλίνης
- ※ Ανάπτυξη του νοραδρενεργικού συστήματος σε φλοιικές και υποφλοιικές περιοχές του εγκεφάλου του επίμυος (Μαρία Λάτσαρη, Παράρτημα Ι, Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2002 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοραδρενεργικός