νομογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομογραφία < ελληνιστική κοινή νομογραφία < αρχαία ελληνική νόμος + γράφω ((νομικός όρος): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nomography· (μαθηματικά): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nomograph / nomogram)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νομογραφία θηλυκό
- (σπάνιο, νομικός όρος) πραγματεία περί νόμων
- (σπάνιο, μαθηματικά) άλλη μορφή του νομογράφημα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Nomogram στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Philbert Maurice d'Ocagne στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομικός όρος