Δείτε επίσης: νομογραφία, μονογραφία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νομογράφημα τα νομογραφήματα
      γενική του νομογραφήματος των νομογραφημάτων
    αιτιατική το νομογράφημα τα νομογραφήματα
     κλητική νομογράφημα νομογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νομογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nomograph / nomogram < αρχαία ελληνική νόμος + γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νομογράφημα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Nomogram στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία