γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
νομῐσᾰντ-
ονομαστική νομίσᾱς νομίσᾱσ τὸ νομίσᾰν
      γενική τοῦ νομίσᾰντος τῆς νομισᾱ́σης τοῦ νομίσᾰντος
      δοτική τῷ νομίσᾰντ τῇ νομισᾱ́σ τῷ νομίσᾰντ
    αιτιατική τὸν νομίσᾰντ τὴν νομίσᾱσᾰν τὸ νομίσᾰν
     κλητική ! νομίσᾱς νομίσᾱσ νομίσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νομίσᾰντες αἱ νομίσᾱσαι τὰ νομίσᾰντ
      γενική τῶν νομισᾰ́ντων τῶν νομισᾱσῶν τῶν νομισᾰ́ντων
      δοτική τοῖς νομίσᾱσῐ(ν) ταῖς νομισᾱ́σαις τοῖς νομίσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς νομίσᾰντᾰς τὰς νομισᾱ́σᾱς τὰ νομίσᾰντ
     κλητική ! νομίσᾰντες νομίσᾱσαι νομίσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νομίσᾰντε τὼ νομισᾱ́σ τὼ νομίσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν νομίσᾰ́ντοιν τοῖν νομισᾱ́σαιν τοῖν νομισᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

νομίσας, -ασα, -αν [ ῐ ]