νομάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομάτισμα < νοματίζω, νοματισ- + -μα ή ονομάτισμα με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1] < μεσαιωνική ελληνική ὀνομάτισμα < μεσαιωνική ελληνική ὀνοματίζω / 'νοματίζω / νοματίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /noˈma.ti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μά‐τι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομάτισμα ουδέτερο
- δημοτική ή λαϊκότροπο
- το ονομάτισμα
- (ειδικότερα, λαογραφία) εξορκισμός με αναφορά του ονόματος του αρρώστου μαζί με τα ονόματα του Χριστού, της Παναγίας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομάτισμα
→ δείτε τις λέξεις ονομάτισμα και εξορκισμός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ για την αποβολή του αρχικού φωνήεντος, δείτε νομάτοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .