νοματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοματίζω < ονοματίζω
Ρήμα
επεξεργασίανοματίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νοματίζω | νομάτιζα | θα νοματίζω | να νοματίζω | νοματίζοντας | |
β' ενικ. | νοματίζεις | νομάτιζες | θα νοματίζεις | να νοματίζεις | νομάτιζε | |
γ' ενικ. | νοματίζει | νομάτιζε | θα νοματίζει | να νοματίζει | ||
α' πληθ. | νοματίζουμε | νοματίζαμε | θα νοματίζουμε | να νοματίζουμε | ||
β' πληθ. | νοματίζετε | νοματίζατε | θα νοματίζετε | να νοματίζετε | νοματίζετε | |
γ' πληθ. | νοματίζουν(ε) | νομάτιζαν νοματίζαν(ε) |
θα νοματίζουν(ε) | να νοματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νομάτισα | θα νοματίσω | να νοματίσω | νοματίσει | ||
β' ενικ. | νομάτισες | θα νοματίσεις | να νοματίσεις | νομάτισε | ||
γ' ενικ. | νομάτισε | θα νοματίσει | να νοματίσει | |||
α' πληθ. | νοματίσαμε | θα νοματίσουμε | να νοματίσουμε | |||
β' πληθ. | νοματίσατε | θα νοματίσετε | να νοματίσετε | νοματίστε | ||
γ' πληθ. | νομάτισαν νοματίσαν(ε) |
θα νοματίσουν(ε) | να νοματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νοματίσει | είχα νοματίσει | θα έχω νοματίσει | να έχω νοματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις νοματίσει | είχες νοματίσει | θα έχεις νοματίσει | να έχεις νοματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει νοματίσει | είχε νοματίσει | θα έχει νοματίσει | να έχει νοματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νοματίσει | είχαμε νοματίσει | θα έχουμε νοματίσει | να έχουμε νοματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε νοματίσει | είχατε νοματίσει | θα έχετε νοματίσει | να έχετε νοματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νοματίσει | είχαν νοματίσει | θα έχουν νοματίσει | να έχουν νοματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοματίζω
|