νοματαίοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | νομάτοι & νοματαίοι | ||
γενική | των | νομάτων & νοματαίων | ||
αιτιατική | τους | νομάτους & νοματαίους | ||
κλητική | νομάτοι & νοματαίοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοματαίοι < νομάτοι + -αίοι < μεσαιωνική ελληνική ὀνόματοι < αρχαία ελληνική ὄνομα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοματαίοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του νομάτοι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όνομα