γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
νῑκησᾰντ-
ονομαστική νικήσᾱς νικήσᾱσ τὸ νικῆσᾰν
      γενική τοῦ νικήσᾰντος τῆς νικησᾱ́σης τοῦ νικήσᾰντος
      δοτική τῷ νικήσᾰντ τῇ νικησᾱ́σ τῷ νικήσᾰντ
    αιτιατική τὸν νικήσᾰντ τὴν νικήσᾱσᾰν τὸ νικῆσᾰν
     κλητική ! νικήσᾱς νικήσᾱσ νικῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νικήσᾰντες αἱ νικήσᾱσαι τὰ νικήσᾰντ
      γενική τῶν νικησᾰ́ντων τῶν νικησᾱσῶν τῶν νικησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς νικήσᾱσῐ(ν) ταῖς νικησᾱ́σαις τοῖς νικήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς νικήσᾰντᾰς τὰς νικησᾱ́σᾱς τὰ νικήσᾰντ
     κλητική ! νικήσᾰντες νικήσᾱσαι νικήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νικήσᾰντε τὼ νικησᾱ́σ τὼ νικήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν νικήσᾰ́ντοιν τοῖν νικησᾱ́σαιν τοῖν νικησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

νῑκήσ-ας, -ασα, -αν