νηπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νηπτικός | η | νηπτική | το | νηπτικό |
γενική | του | νηπτικού | της | νηπτικής | του | νηπτικού |
αιτιατική | τον | νηπτικό | τη | νηπτική | το | νηπτικό |
κλητική | νηπτικέ | νηπτική | νηπτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νηπτικοί | οι | νηπτικές | τα | νηπτικά |
γενική | των | νηπτικών | των | νηπτικών | των | νηπτικών |
αιτιατική | τους | νηπτικούς | τις | νηπτικές | τα | νηπτικά |
κλητική | νηπτικοί | νηπτικές | νηπτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νηπτικός < (ελληνιστική κοινή)
Επίθετο
επεξεργασίανηπτικός
- (θρησκεία) σχετικός με το πνεύμα του ασκητισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία νηπτικός
|