νηογνώμονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νηογνώμονας < καθαρεύουσα νηογνώμων < αρχαία ελληνική ναῦς + γνώμων
Ουσιαστικό
επεξεργασίανηογνώμονας αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ναυτικός οργανισμός διεθνώς αναγνωρισμένος, ασφάλειας πλοίων που διαθέτουν οι κυριότερες ναυτικές χώρες
Σημειώσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νηογνώμονας
|