νεφροσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephroscopy + -ία < αρχαία ελληνική νεφρός + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφροσκοπία θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση ή η χειρουργική επέμβαση με νεφροσκόπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφροσκοπία