νεφροπτωσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφροπτωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nephroptosis < αρχαία ελληνική νεφρός + πτῶσις < πίπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφροπτωσία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του νεφρόπτωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφροπτωσία
|