Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφράτος η νεφράτη το νεφράτο
      γενική του νεφράτου της νεφράτης του νεφράτου
    αιτιατική τον νεφράτο τη νεφράτη το νεφράτο
     κλητική νεφράτε νεφράτη νεφράτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφράτοι οι νεφράτες τα νεφράτα
      γενική των νεφράτων των νεφράτων των νεφράτων
    αιτιατική τους νεφράτους τις νεφράτες τα νεφράτα
     κλητική νεφράτοι νεφράτες νεφράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφράτος < νεφρά + -άτος

  Επίθετο επεξεργασία

νεφράτος

  1. αυτός που φέρεται με νεφρά
  2. (αργκό) ο δυνατός (στη γλώσσα των κακοποιών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία