νεφράτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεφράτος | η | νεφράτη | το | νεφράτο |
γενική | του | νεφράτου | της | νεφράτης | του | νεφράτου |
αιτιατική | τον | νεφράτο | τη | νεφράτη | το | νεφράτο |
κλητική | νεφράτε | νεφράτη | νεφράτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεφράτοι | οι | νεφράτες | τα | νεφράτα |
γενική | των | νεφράτων | των | νεφράτων | των | νεφράτων |
αιτιατική | τους | νεφράτους | τις | νεφράτες | τα | νεφράτα |
κλητική | νεφράτοι | νεφράτες | νεφράτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
νεφράτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφράτος
|