νευρών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νευρών | οἱ | νευρῶνες | ||||
γενική | τοῦ | νευρῶνος | τῶν | νευρώνων | ||||
δοτική | τῷ | νευρῶνι | τοῖς | νευρῶσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | νευρῶνα | τοὺς | νευρῶνας | ||||
κλητική ὦ! | νευρών | νευρῶνες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νευρών < γαλλική neuron < αρχαία ελληνική νεῦρον[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευρών αρσενικό (καθαρεύουσα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νευρώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .