Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροχημεία οι νευροχημείες
      γενική της νευροχημείας των νευροχημειών
    αιτιατική τη νευροχημεία τις νευροχημείες
     κλητική νευροχημεία νευροχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροχημεία < νευρο- + χημεία (λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurochemistry[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurochimie[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροχημεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 νευροχημείαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)