νευροτροπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροτροπισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurotropism < αρχαία ελληνική νεῦρον + τρόπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
νευροτροπισμός αρσενικό
- (βιολογία) η επιλεκτική προσβολή του νευρικού συστήματος από ορισμένους ιούς ή μικρόβια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- neurotropism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροτροπισμός