νευροπλαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροπλαστικότητα | οι | νευροπλαστικότητες |
γενική | της | νευροπλαστικότητας | των | νευροπλαστικοτήτων |
αιτιατική | τη | νευροπλαστικότητα | τις | νευροπλαστικότητες |
κλητική | νευροπλαστικότητα | νευροπλαστικότητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νευροπλαστικότητα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuroplasticity < νευρο- neuro- + plastic -ity
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροπλαστικότητα θηλυκό
- (νευρολογία) η ικανότητα του εγκεφάλου για αναδόμηση μέσω της δημιουργίας νέων συνάψεων, νευρώνων, νέων δικτύων μεταξύ νευρώνων μέσω της εκμάθησης και νέων εμπειριών
- ※ Αυτή ακριβώς η εγγενής ιδιότητα του νευρικού ιστού, δηλαδή η ικανότητα αναδόμησης κλάδων, συνάψεων και προϋπαρχόντων νευρωνικών κυκλωμάτων κατά τη διάρκεια της μάθησης και της δημιουργίας μνήμης όπως και σε περιπτώσεις εγκεφαλικών βλαβών ορίζεται ως νευροπλαστικότητα (Ο «πλαστικός» μας εγκέφαλος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/11/2008)
- ※ Πλαστικότητα εγκεφάλου (ή νευροπλαστικότητα) είναι όρος της νευροβιολογίας και περιγράφει τη δυνατότητα του εγκεφάλου να αλλάζει τις νοητικές του αναπαραστάσεις, τους τρόπους που διεγείρονται οι υπάρχουσες συνάψεις του, να σχηματίζει νέες συνάψεις και να τροποποιεί τα προηγούμενα νευρωνικά κυκλώματα και δίκτυα. (Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Αθήνας, Διονύσης Θεοδωρόπουλος, Γεώργιος Παπαθανασίου, Τμήμα Φυσικοθεραπείας – ΤΕΙ Αθήνας)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροπλαστικότητα