Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροοφθαλμολογικός η νευροοφθαλμολογική το νευροοφθαλμολογικό
      γενική του νευροοφθαλμολογικού της νευροοφθαλμολογικής του νευροοφθαλμολογικού
    αιτιατική τον νευροοφθαλμολογικό τη νευροοφθαλμολογική το νευροοφθαλμολογικό
     κλητική νευροοφθαλμολογικέ νευροοφθαλμολογική νευροοφθαλμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροοφθαλμολογικοί οι νευροοφθαλμολογικές τα νευροοφθαλμολογικά
      γενική των νευροοφθαλμολογικών των νευροοφθαλμολογικών των νευροοφθαλμολογικών
    αιτιατική τους νευροοφθαλμολογικούς τις νευροοφθαλμολογικές τα νευροοφθαλμολογικά
     κλητική νευροοφθαλμολογικοί νευροοφθαλμολογικές νευροοφθαλμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροοφθαλμολογικός < νευροοφθαλμολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

νευροοφθαλμολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία