νευροοφθαλμολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροοφθαλμολογικός < νευροοφθαλμολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
νευροοφθαλμολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την νευροοφθαλμολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροοφθαλμολογικός
|