νευροενδοκρινολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροενδοκρινολογικός < νευροενδοκρινολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίανευροενδοκρινολογικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την νευροενδοκρινολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροενδοκρινολογικός
|