Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροενδοκρινολογικός η νευροενδοκρινολογική το νευροενδοκρινολογικό
      γενική του νευροενδοκρινολογικού της νευροενδοκρινολογικής του νευροενδοκρινολογικού
    αιτιατική τον νευροενδοκρινολογικό τη νευροενδοκρινολογική το νευροενδοκρινολογικό
     κλητική νευροενδοκρινολογικέ νευροενδοκρινολογική νευροενδοκρινολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροενδοκρινολογικοί οι νευροενδοκρινολογικές τα νευροενδοκρινολογικά
      γενική των νευροενδοκρινολογικών των νευροενδοκρινολογικών των νευροενδοκρινολογικών
    αιτιατική τους νευροενδοκρινολογικούς τις νευροενδοκρινολογικές τα νευροενδοκρινολογικά
     κλητική νευροενδοκρινολογικοί νευροενδοκρινολογικές νευροενδοκρινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροενδοκρινολογικός < νευροενδοκρινολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

νευροενδοκρινολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία