νευροανάπτυξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροανάπτυξη | οι | νευροαναπτύξεις |
γενική | της | νευροανάπτυξης* | των | νευροαναπτύξεων |
αιτιατική | τη | νευροανάπτυξη | τις | νευροαναπτύξεις |
κλητική | νευροανάπτυξη | νευροαναπτύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροαναπτύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροανάπτυξη < νευρο- + ανάπτυξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurodevelopment)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νευροανάπτυξη θηλυκό
- η ανάπτυξη του νευρικού συστήματος κατά τη διάρκεια της ζωής ενός οργανισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Development of the nervous system in humans στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροανάπτυξη