Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροανάπτυξη οι νευροαναπτύξεις
      γενική της νευροανάπτυξης* των νευροαναπτύξεων
    αιτιατική τη νευροανάπτυξη τις νευροαναπτύξεις
     κλητική νευροανάπτυξη νευροαναπτύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροαναπτύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροανάπτυξη < νευρο- + ανάπτυξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurodevelopment)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροανάπτυξη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία