ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νερτεροδρόμος οἱ νερτεροδρόμοι
      γενική τοῦ νερτεροδρόμου τῶν νερτεροδρόμων
      δοτική τῷ νερτεροδρόμ τοῖς νερτεροδρόμοις
    αιτιατική τὸν νερτεροδρόμον τοὺς νερτεροδρόμους
     κλητική ! νερτεροδρόμε νερτεροδρόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νερτεροδρόμω
γεν-δοτ τοῖν  νερτεροδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νερτεροδρόμος (ελληνιστική κοινή) < νέρτερος + -δρόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νερτεροδρόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία