νερτεροδρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νερτεροδρόμος | οἱ | νερτεροδρόμοι | ||||
γενική | τοῦ | νερτεροδρόμου | τῶν | νερτεροδρόμων | ||||
δοτική | τῷ | νερτεροδρόμῳ | τοῖς | νερτεροδρόμοις | ||||
αιτιατική | τὸν | νερτεροδρόμον | τοὺς | νερτεροδρόμους | ||||
κλητική ὦ! | νερτεροδρόμε | νερτεροδρόμοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νερτεροδρόμω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νερτεροδρόμοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νερτεροδρόμος (ελληνιστική κοινή) < νέρτερος + -δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανερτεροδρόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- αγγελιοφόρος των νεκρών
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 55, 41 Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς @wikisource
- καί τινας ἐπὶ τούτῳ πρεσβευτὰς τῶν ἑταίρων ἐχειροτόνησεν, νεκραγγέλους καὶ νερτεροδρόμους προσαγορεύσας.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 55, 41 Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς @wikisource
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νερτεροδρόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νερτεροδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.