νεραϊδόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεραϊδόξυλο ουδέτερο
- ξύλο από το οποίο παρασκευάζεται αφέψημα που (πιστεύεται ότι) θεραπεύει τους νεραϊδοπαρμένους
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεραϊδόξυλο
|
νεραϊδόξυλο ουδέτερο
|