νεοανθρωπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοανθρωπισμός < νεο- + ανθρωπισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neohumanism)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοανθρωπισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) ολιστική φιλοσοφική θεωρία που επαναπροσδιορίζει τον ανθρωπισμό / ουμανισμό και στην οποία ο οικουμενισμός παίζει κεντρικό ρόλο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοανθρωπισμός