Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοανθρωπισμός οι νεοανθρωπισμοί
      γενική του νεοανθρωπισμού των νεοανθρωπισμών
    αιτιατική τον νεοανθρωπισμό τους νεοανθρωπισμούς
     κλητική νεοανθρωπισμέ νεοανθρωπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοανθρωπισμός < νεο- + ανθρωπισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neohumanism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοανθρωπισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία