νεκρόσυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκρόσυλος < ελληνιστική κοινή νεκρόσυλος < αρχαία ελληνική νεκροσυλία
Επίθετο επεξεργασία
νεκρόσυλος
- που διαπράττει νεκροσυλία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεκρόσυλος
|
νεκρόσυλος
|